εκπαιδευτήριο

εκπαιδευτήριο
το
ίδρυμα στο οποίο ασκείται η εκπαίδευση, σχολείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκπαιδευτήριο — το ίδρυμα όπου εκπαιδεύονται οι νέοι, διδακτήριο, σχολείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρθεναγωγείο — το 1. εκπαιδευτήριο θηλέων και ειδικότερα δημοτικό σχολείο μόνο για κορίτσια πριν από την καθιέρωση τής μικτής φοίτησης στη στοιχειώδη εκπαίδευση 2. φρ. «ανώτερο παρθεναγωγείο» εκπαιδευτήριο θηλέων στο οποίο παρέχονταν παλαιότερα μαζί με τα… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • φροντιστήριο — Εξωσχολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου ο μαθητής του γυμνασίου ή του λυκείου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα είτε για να προβιβαστεί στην άλλη τάξη, επειδή έμεινε επανεξεταστέος, είτε για να προετοιμαστεί καλύτερα στις εξετάσεις που θα δώσει σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνομουσείον — Ελληνικό σχολείο ανωτέρων σπουδών, που λειτούργησε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ε. υπήρχαν σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας· ορισμένα από αυτά βρίσκονταν εκτός των περιοχών με ελληνικό πληθυσμό. Ένα σχολείο του είδους λειτουργούσε …   Dictionary of Greek

  • Education in Greece — Infobox Education country name = Hellenic republic agency agency = Ministry for National Education and Religious Affairs leader titles = Minister for National Education and Religious Affairs leader names = Evripidis Stylianidis budget = 4,7… …   Wikipedia

  • Andreas Panagopoulos — (Greek: Ανδρέας Παναγόπουλος, 1883 1952) was a Greek politician and ran for mayor of the city of Agrinio in which he made the way of the city in the first half of the 20th century.He was born in Agrinio in 1883 and he was the son of Anastasis, a… …   Wikipedia

  • Греция — У этого термина существуют и другие значения, см. Греция (значения). Греческая Республика Ελληνική Δημοκρατία …   Википедия

  • διδασκαλείο — και δασκαλειό, το (AM διδασκαλείον) [διδάσκαλος] τόπος όπου γίνεται διδασκαλία, σχολείο, εκπαιδευτήριο νεοελλ. ανώτερο σχολείο επιμορφώσεως δασκάλων δημοτικής ή μέσης εκπαιδεύσεως αρχ. στον πληθ. τα διδασκαλεία τα δίδακτρα …   Dictionary of Greek

  • κωφαλαλία — Ταυτόχρονη έλλειψη της ακοής και της φωνής. Ανάλογα με τα αίτια που την έχουν προκαλέσει, η κ. διακρίνεται σε συγγενή, βρεφική και επίκτητη. Οι δύο πρώτες έχουν σχέση με βλάβη της ακοής. Η βλάβη αυτή εμποδίζει την ικανότητα αντίληψης των ήχων και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”